λεπτόφωνος

λεπτόφωνος
-η, -ο (Α λεπτόφωνος, -ον)
αυτός που έχει ψιλή ή αδύνατη φωνή («πάντα τὰ θήλεα λεπτοφωνότερα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)-* + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ημί-φωνος, παρά-φωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεπτόφωνος — with small masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτόφωνον — λεπτόφωνος with small masc/fem acc sg λεπτόφωνος with small neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοφωνότερα — λεπτόφωνος with small neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοφώνους — λεπτόφωνος with small masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοφώνῳ — λεπτόφωνος with small masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτόφωνοι — λεπτόφωνος with small masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • λεπτοφωνία — η [λεπτόφωνος] η αδυναμία τής φωνής, το να έχει κάποιος ασθενική, αδύνατη φωνή …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”